αναπαραδιά

αναπαραδιά
η
έλλειψη χρημάτων, αψιλία, απενταρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* στερ. + παράδες, πληθ. τού παράς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναπαραδιά — η (στερητ. ανά + τουρκ. λ. παράδες), τέλεια έλλειψη χρημάτων, απενταρία: Τον τελευταίο καιρό με δέρνει μεγάλη αναπαραδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακερματία — ἀκερματία, η (Α) η έλλειψη κερμάτων, χρημάτων, η αναπαραδιά (Αριστοφ. απ. 119). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κέρμα, ατος και ἀ κερμ ία, από το θ. τής ονομαστικής] …   Dictionary of Greek

  • αναργυρία — η (AM ἀναργυρία) [ανάργυρος] έλλειψη χρημάτων, αχρηματία, αναπαραδιά μσν. το να μην πληρώνει κανείς τοις μετρητοίς …   Dictionary of Greek

  • ατσιγαριά — η 1. έλλειψη τσιγάρου 2. αναπαραδιά, αδεκαριά …   Dictionary of Greek

  • αναπαραδιάρης — ο αυτός που συνήθως έχει αναπαραδιά: Όσα χρόνια τον ξέρω είναι αναπαραδιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”